επαναγωγός

επαναγωγός
ἐπαναγωγός, -όν (Α) [επανάγω]
αυτός που φέρνει πίσω, που ανήκει ή αναφέρεται στον νόστο, στην επιστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”